μαντατοφορώ

μαντατοφορώ
μαντατοφορῶ, -έω (Μ) [μαντατοφόρος]
μέσ. μαντατοφοροῡμαι, -έομαι
στέλνω μαντάτα, ειδοποιώ, ανακοινώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαντατοφορίζω — (Μ) 1. στέλνω μήνυμα 2. μέσ. μαντατοφορίζομαι διεξάγω συνεννοήσεις μέσω αγγελιαφόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μαντατοφορῶ, κατά τα ρήματα σε ίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”